- ἔμπρακτον
- ἔμπρακτοςwithin one's power to domasc/fem acc sgἔμπρακτοςwithin one's power to doneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιρρώννυμι — Α 1. βοηθώ, υποστηρίζω 2. παθ. συνεπιρρώνυμαι (για γλώσσα) ενισχύομαι ταυτοχρόνως με κάτι άλλο («ἀτονεῑ καὶ κενοῡται τὸ ἔμπρακτον αὐτῶν μὴ τοῡς ὕψεσι συνεπιρρωννύμενον», Λογγίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιρρώννυμι «ενθαρρύνω, ενδυναμώνω»] … Dictionary of Greek